συνοχηδον

συνοχηδον
    συνοχηδόν
    συνοχη-δόν
    adv. собрав вместе, сжимая
    

(ὀχμάζειν τινάς Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συνοχηδον" в других словарях:

  • συνοχηδόν — in confinement indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοχηδόν — Α επίρρ. με συνοχή, στέρεα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοχή + επιρρμ. κατάλ. (η)δόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»